- κατατείνας
- κατατείνᾱς , κατατείνωstretchaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
κατατείνω — (Α κατατείνω) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω 2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω αρχ. 1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για … Dictionary of Greek